- υπερέχω
- ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Αείμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.)αρχ.1. κρατώ κάτι ψηλά2. στρ. κυκλώνω3. περνώ πάνω από έναν τόπο4. μπορώ να υπομείνω, να υποφέρω κάτι («τῇ δαψιλείᾳ τῆς εὐπορίας ὑπερεῑχον τῶν ἀναλωμάτων», Διόδ.)5. επικρατώ, επιβάλλομαι («θεῶν ὑπερέσχε νόος», Θέογν.)6. (λογ.) (για έννοια) έχω μεγαλύτερο πλάτος7. (αμτβ.) α) εξέχωβ) υψώνομαι και, ιδίως για αστέρα, υψώνομαι πάνω από τον ορίζονταγ) υψώνομαι πάνω από τη γη, πάνω από το έδαφος8. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπερέχον- μαθημ. η υπερβολή9. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ὑπερέχοντες·αυτοί που κατέχουν ανώτατα αξιώματα10. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) οἱ ὑπερεσχόντεςοι ισχυρότεροι, οι επικρατέστεροι11. φρ. «ὐπερέχω χεῑρά [ή χεῑράς] τινος» — προστατεύω κάποιον (Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.